σφαλερῇ

σφαλερῇ
σφαλερός
likely to make one stumble
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφαλερή — σφαλερός likely to make one stumble fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… …   Dictionary of Greek

  • Ars longa vita brevis — Saltar a navegación, búsqueda Ars longa vita brevis es una cita de Hipócrates que significa El arte (la ciencia) es duradero pero la vida es breve . Esta expresión se emplea para indicar que cualquier tarea importante requiere mucho es­fuerzo y… …   Wikipedia Español

  • Hipócrates — Para otros usos de este término, véase Hipócrates (desambiguación). Hipócrates de Cos Ἱπποκράτης ὁ Κῷος …   Wikipedia Español

  • Ars longa, vita brevis — L expression Ars longa, vita brevis est une citation qui constitue les deux premières lignes de la traduction en latin d un aphorisme par l ancien médecin grec Hippocrate. Elle peut être traduite en français par « L art est long, la vie est… …   Wikipédia en Français

  • αλλοδοξία — η (Α ἀλλοδοξία) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία αρχ. σφαλερή γνώμη ή αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • αλλοδοξώ — (Α ἀλλοδοξῶ, έω) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος αρχ. νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

  • επισφάλλω — ἐπισφάλλω (Α) [σφάλλω] εξαπατώ, παραπλανώ, δίνω σφαλερή κατεύθυνση («δόλῳ δευτέρῳ τὰς προσβάσεις αὐτῶν ἐπέσφαλλον», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”